- διατεταμένης
- διατείνωstretch to the uttermostperf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιρσοκήλη — Κιρσώδης διεύρυνση των σπερματικών φλεβών στο όσχεο. Παρουσιάζεται κυρίως σε άτομα ηλικίας 17 30 ετών. Η εμφάνιση της κ. οφείλεται στην αύξηση της τροφοδότησης των γεννητικών οργάνων με αίμα και στη δύσκολη απαγωγή του. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν … Dictionary of Greek
υδρεγκεφαλοκήλη — η, Ν ιατρ. μορφή εγκεφαλοκήλης χαρακτηριζόμενη από εκτοπία στην έξω επιφάνεια τού κρανίου ενός τμήματος τού εγκεφάλου, που περιέχει επέκταση εγκεφαλικής κοιλίας, διατεταμένης από συλλογή εγκεφαλονωτιαίου υγρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ … Dictionary of Greek